Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφρακτικός
παράφρασις
παραφράσσω
παραφραστής
παραφραστικός
παραφρίζω
παραφρονέω
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακέω
παραφυλακή
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
View word page
παραφρύγομαι
go into raptures

ShortDef

go into raptures

Debugging

Headword:
παραφρύγομαι
Headword (normalized):
παραφρύγομαι
Headword (normalized/stripped):
παραφρυγομαι
IDX:
66450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66451
Key:

Data

{'content': 'go into raptures'}