Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφράζω
παραφρακτικός
παράφρασις
παραφράσσω
παραφραστής
παραφραστικός
παραφρίζω
παραφρονέω
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακέω
παραφυλακή
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
View word page
παραφρυγανίζω
bank up, revet

ShortDef

bank up, revet

Debugging

Headword:
παραφρυγανίζω
Headword (normalized):
παραφρυγανίζω
Headword (normalized/stripped):
παραφρυγανιζω
IDX:
66449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66450
Key:

Data

{'content': 'bank up, revet'}