Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράφραγμα
παραφράζω
παραφρακτικός
παράφρασις
παραφράσσω
παραφραστής
παραφραστικός
παραφρίζω
παραφρονέω
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακέω
παραφυλακή
παραφυλακισμός
View word page
παραφρουρέω
to keep guard beside

ShortDef

to keep guard beside

Debugging

Headword:
παραφρουρέω
Headword (normalized):
παραφρουρέω
Headword (normalized/stripped):
παραφρουρεω
IDX:
66448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66449
Key:

Data

{'content': 'to keep guard beside'}