Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραφορότης
παραφορτίζομαι
παράφραγμα
παραφράζω
παραφρακτικός
παράφρασις
παραφράσσω
παραφραστής
παραφραστικός
παραφρίζω
παραφρονέω
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακέω
View word page
παραφρονέω
to be beside oneself, be deranged
ShortDef
to be beside oneself, be deranged
Debugging
Headword:
παραφρονέω
Headword (normalized):
παραφρονέω
Headword (normalized/stripped):
παραφρονεω
IDX:
66446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66447
Key:
Data
{'content': 'to be beside oneself, be deranged'}