Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφλόγισμα
παραφλυαρέω
παραφομοιόω
παραφορά
παραφορέω
παράφορος
παραφορότης
παραφορτίζομαι
παράφραγμα
παραφράζω
παραφρακτικός
παράφρασις
παραφράσσω
παραφραστής
παραφραστικός
παραφρίζω
παραφρονέω
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
View word page
παραφρακτικός
producing constipation

ShortDef

producing constipation

Debugging

Headword:
παραφρακτικός
Headword (normalized):
παραφρακτικός
Headword (normalized/stripped):
παραφρακτικος
IDX:
66440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66441
Key:

Data

{'content': 'producing constipation'}