Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάτονος
ἄνατος
ἀνατρεπτέον
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρεψις
ἀνάτρησις
ἀνάτρητος
ἀνατριαινόω
ἀνατριακοσιολόγιστος
ἀνατριβή
ἀνατρίβω
ἀνατρίζω
ἀνατριπλόω
ἀνατριπτέον
ἀνάτριπτος
ἀνατριχόομαι
ἀνάτριχος
View word page
ἀνάτρητος
bored through

ShortDef

bored through

Debugging

Headword:
ἀνάτρητος
Headword (normalized):
ἀνάτρητος
Headword (normalized/stripped):
ανατρητος
IDX:
6643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6644
Key:

Data

{'content': 'bored through'}