Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφθεγκτήρια
παράφθεγμα
παραφθείρω
παραφθορά
παραφίημι
παραφλόγισμα
παραφλυαρέω
παραφομοιόω
παραφορά
παραφορέω
παράφορος
παραφορότης
παραφορτίζομαι
παράφραγμα
παραφράζω
παραφρακτικός
παράφρασις
παραφράσσω
παραφραστής
παραφραστικός
παραφρίζω
View word page
παράφορος
borne aside, carried away

ShortDef

borne aside, carried away

Debugging

Headword:
παράφορος
Headword (normalized):
παράφορος
Headword (normalized/stripped):
παραφορος
IDX:
66435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66436
Key:

Data

{'content': 'borne aside, carried away'}