Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφθέγγομαι
παραφθεγκτήρια
παράφθεγμα
παραφθείρω
παραφθορά
παραφίημι
παραφλόγισμα
παραφλυαρέω
παραφομοιόω
παραφορά
παραφορέω
παράφορος
παραφορότης
παραφορτίζομαι
παράφραγμα
παραφράζω
παραφρακτικός
παράφρασις
παραφράσσω
παραφραστής
παραφραστικός
View word page
παραφορέω
to set before

ShortDef

to set before

Debugging

Headword:
παραφορέω
Headword (normalized):
παραφορέω
Headword (normalized/stripped):
παραφορεω
IDX:
66434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66435
Key:

Data

{'content': 'to set before'}