Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνατομικός
ἀνάτονος
ἄνατος
ἀνατρεπτέον
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρεψις
ἀνάτρησις
ἀνάτρητος
ἀνατριαινόω
ἀνατριακοσιολόγιστος
ἀνατριβή
ἀνατρίβω
ἀνατρίζω
ἀνατριπλόω
ἀνατριπτέον
ἀνάτριπτος
ἀνατριχόομαι
View word page
ἀνάτρησις
a trepanning
ShortDef
a trepanning
Debugging
Headword:
ἀνάτρησις
Headword (normalized):
ἀνάτρησις
Headword (normalized/stripped):
ανατρησις
IDX:
6642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6643
Key:
Data
{'content': 'a trepanning'}