Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφάσσω
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθαδόν
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφθεγκτήρια
παράφθεγμα
παραφθείρω
παραφθορά
παραφίημι
παραφλόγισμα
παραφλυαρέω
παραφομοιόω
παραφορά
παραφορέω
παράφορος
παραφορότης
View word page
παράφθεγμα
qualification added

ShortDef

qualification added

Debugging

Headword:
παράφθεγμα
Headword (normalized):
παράφθεγμα
Headword (normalized/stripped):
παραφθεγμα
IDX:
66426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66427
Key:

Data

{'content': 'qualification added'}