Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
παραφάσσω
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθαδόν
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφθεγκτήρια
παράφθεγμα
παραφθείρω
παραφθορά
παραφίημι
παραφλόγισμα
παραφλυαρέω
παραφομοιόω
παραφορά
View word page
παραφθάνω
to overtake, outstrip

ShortDef

to overtake, outstrip

Debugging

Headword:
παραφθάνω
Headword (normalized):
παραφθάνω
Headword (normalized/stripped):
παραφθανω
IDX:
66423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66424
Key:

Data

{'content': 'to overtake, outstrip'}