Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
παραφάσσω
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθαδόν
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφθεγκτήρια
παράφθεγμα
παραφθείρω
παραφθορά
παραφίημι
παραφλόγισμα
παραφλυαρέω
View word page
παράφημι
to speak gently to, to advise

ShortDef

to speak gently to, to advise

Debugging

Headword:
παράφημι
Headword (normalized):
παράφημι
Headword (normalized/stripped):
παραφημι
IDX:
66421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66422
Key:

Data

{'content': 'to speak gently to, to advise'}