Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
παραφάσσω
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθαδόν
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφθεγκτήρια
παράφθεγμα
παραφθείρω
παραφθορά
παραφίημι
παραφλόγισμα
View word page
παραφεύγω
to flee close past

ShortDef

to flee close past

Debugging

Headword:
παραφεύγω
Headword (normalized):
παραφεύγω
Headword (normalized/stripped):
παραφευγω
IDX:
66420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66421
Key:

Data

{'content': 'to flee close past'}