Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
παραφάσσω
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθαδόν
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφθεγκτήρια
παράφθεγμα
παραφθείρω
παραφθορά
παραφίημι
View word page
παραφέρω
to bring to
ShortDef
to bring to
Debugging
Headword:
παραφέρω
Headword (normalized):
παραφέρω
Headword (normalized/stripped):
παραφερω
IDX:
66419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66420
Key:
Data
{'content': 'to bring to'}