Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
παραφάσσω
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθαδόν
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
παραφθεγκτήρια
παράφθεγμα
παραφθείρω
View word page
παραφάσσω2
to be delirious [ἀλλοφάσσω]
ShortDef
feel gently with the finger
to be delirious [ἀλλοφάσσω]
Debugging
Headword:
παραφάσσω2
Headword (normalized):
παραφάσσω
Headword (normalized/stripped):
παραφασσω2
IDX:
66417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66418
Key:
Data
{'content': 'to be delirious [ἀλλοφάσσω]'}