Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
παραφάσσω
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθαδόν
παραφθάνω
παραφθέγγομαι
View word page
παράφασις
an address, encouragement, consolation
ShortDef
an address, encouragement, consolation
image in a mirror
Debugging
Headword:
παράφασις
Headword (normalized):
παράφασις
Headword (normalized/stripped):
παραφασις
IDX:
66414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66415
Key:
Data
{'content': 'an address, encouragement, consolation'}