Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
παραφάσσω
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθαδόν
παραφθάνω
View word page
παραφαιρέω
detract from

ShortDef

detract from

Debugging

Headword:
παραφαιρέω
Headword (normalized):
παραφαιρέω
Headword (normalized/stripped):
παραφαιρεω
IDX:
66413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66414
Key:

Data

{'content': 'detract from'}