Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
παραφάσσω
παραφάσσω2
παράφερνα
παραφέρω
παραφεύγω
παράφημι
παραφθαδόν
View word page
παραφαίρεσις
taking away
ShortDef
taking away
Debugging
Headword:
παραφαίρεσις
Headword (normalized):
παραφαίρεσις
Headword (normalized/stripped):
παραφαιρεσις
IDX:
66412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66413
Key:
Data
{'content': 'taking away'}