Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
παραφάσσω
παραφάσσω2
View word page
παραυτίκα
immediately, forthwith, straightway
ShortDef
immediately, forthwith, straightway
Debugging
Headword:
παραυτίκα
Headword (normalized):
παραυτίκα
Headword (normalized/stripped):
παραυτικα
IDX:
66407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66408
Key:
Data
{'content': 'immediately, forthwith, straightway'}