Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
παραφάσσω
View word page
πάραυτα
immediately

ShortDef

immediately

Debugging

Headword:
πάραυτα
Headword (normalized):
πάραυτα
Headword (normalized/stripped):
παραυτα
IDX:
66406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66407
Key:

Data

{'content': 'immediately'}