Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
παράφασις2
View word page
παραύστηρος
somewhat austere

ShortDef

somewhat austere

Debugging

Headword:
παραύστηρος
Headword (normalized):
παραύστηρος
Headword (normalized/stripped):
παραυστηρος
IDX:
66405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66406
Key:

Data

{'content': 'somewhat austere'}