Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραυδάω
παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
παράφασις
View word page
παραύξω
increase, augment

ShortDef

increase, augment

Debugging

Headword:
παραύξω
Headword (normalized):
παραύξω
Headword (normalized/stripped):
παραυξω
IDX:
66404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66405
Key:

Data

{'content': 'increase, augment'}