Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραυγέω
παραυδάω
παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
παραφαιρέω
View word page
παραυξητικῶς
by increasing

ShortDef

by increasing

Debugging

Headword:
παραυξητικῶς
Headword (normalized):
παραυξητικῶς
Headword (normalized/stripped):
παραυξητικως
IDX:
66403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66404
Key:

Data

{'content': 'by increasing'}