Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραυγάζω
παραυγέω
παραυδάω
παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
παραφαίρεσις
View word page
παραυξητέον
one must increase, augment
ShortDef
one must increase, augment
Debugging
Headword:
παραυξητέον
Headword (normalized):
παραυξητέον
Headword (normalized/stripped):
παραυξητεον
IDX:
66402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66403
Key:
Data
{'content': 'one must increase, augment'}