Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Παραύαιος
παραυγάζω
παραυγέω
παραυδάω
παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
παραφαίνω
View word page
παραύξησις
waxing

ShortDef

waxing

Debugging

Headword:
παραύξησις
Headword (normalized):
παραύξησις
Headword (normalized/stripped):
παραυξησις
IDX:
66401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66402
Key:

Data

{'content': 'waxing'}