Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραυαίνομαι
Παραύαιος
παραυγάζω
παραυγέω
παραυδάω
παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
παραυτόθι
παραυχενίζω
παραυχένιος
View word page
παραύξη
increase
ShortDef
increase
Debugging
Headword:
παραύξη
Headword (normalized):
παραύξη
Headword (normalized/stripped):
παραυξη
IDX:
66400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66401
Key:
Data
{'content': 'increase'}