Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγορανομέω
ἀγορανομία
ἀγορανομικός
ἀγορανόμιον
ἀγορανόμιος
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορασἀγένειος
ἀγορασείω
ἀγορασία
ἀγόρασμα
ἀγορασμός
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγοραστός
Ἀγόρατος
ἀγόρευσις
ἀγορευτήριον
ἀγορευτής
ἀγορεύω
ἀγορή
View word page
ἀγόρασμα
that which is bought

ShortDef

that which is bought

Debugging

Headword:
ἀγόρασμα
Headword (normalized):
ἀγόρασμα
Headword (normalized/stripped):
αγορασμα
IDX:
663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-664
Key:

Data

{'content': 'that which is bought'}