Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράτυπος
παρατύπωσις
παρατυπωτικός
παραυαίνομαι
Παραύαιος
παραυγάζω
παραυγέω
παραυδάω
παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
παραυτίκα
View word page
παραυλίζω
to lie near

ShortDef

to lie near

Debugging

Headword:
παραυλίζω
Headword (normalized):
παραυλίζω
Headword (normalized/stripped):
παραυλιζω
IDX:
66397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66398
Key:

Data

{'content': 'to lie near'}