Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατυπόομαι
παράτυπος
παρατύπωσις
παρατυπωτικός
παραυαίνομαι
Παραύαιος
παραυγάζω
παραυγέω
παραυδάω
παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
παραύξω
παραύστηρος
πάραυτα
View word page
παραύλια
parts adjoining the αὐλή

ShortDef

parts adjoining the αὐλή

Debugging

Headword:
παραύλια
Headword (normalized):
παραύλια
Headword (normalized/stripped):
παραυλια
IDX:
66396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66397
Key:

Data

{'content': 'parts adjoining the αὐλή'}