Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρατυγχάνω
παρατυλάριον
παράτυλος
παρατυπόομαι
παράτυπος
παρατύπωσις
παρατυπωτικός
παραυαίνομαι
Παραύαιος
παραυγάζω
παραυγέω
παραυδάω
παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
παραυξητικῶς
View word page
παραυγέω
see crookedly
ShortDef
see crookedly
Debugging
Headword:
παραυγέω
Headword (normalized):
παραυγέω
Headword (normalized/stripped):
παραυγεω
IDX:
66393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66394
Key:
Data
{'content': 'see crookedly'}