Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατρωτής
παρατυγχάνω
παρατυλάριον
παράτυλος
παρατυπόομαι
παράτυπος
παρατύπωσις
παρατυπωτικός
παραυαίνομαι
Παραύαιος
παραυγάζω
παραυγέω
παραυδάω
παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
παραυξητέον
View word page
παραυγάζω
to illumine slightly

ShortDef

to illumine slightly

Debugging

Headword:
παραυγάζω
Headword (normalized):
παραυγάζω
Headword (normalized/stripped):
παραυγαζω
IDX:
66392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66393
Key:

Data

{'content': 'to illumine slightly'}