Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρατρωπάω
παρατρωτής
παρατυγχάνω
παρατυλάριον
παράτυλος
παρατυπόομαι
παράτυπος
παρατύπωσις
παρατυπωτικός
παραυαίνομαι
Παραύαιος
παραυγάζω
παραυγέω
παραυδάω
παραυλέω
παραύλια
παραυλίζω
πάραυλος
πάραυλος2
παραύξη
παραύξησις
View word page
Παραύαιος
Parauaean, Lat. Paravaei, an Epirot people
ShortDef
Parauaean, Lat. Paravaei, an Epirot people
Debugging
Headword:
Παραύαιος
Headword (normalized):
παραύαιος
Headword (normalized/stripped):
παραυαιος
IDX:
66391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66392
Key:
Data
{'content': 'Parauaean, Lat. Paravaei, an Epirot people'}