Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατολμάω
ἀνατομή
ἀνατομικός
ἀνάτονος
ἄνατος
ἀνατρεπτέον
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρεψις
ἀνάτρησις
ἀνάτρητος
ἀνατριαινόω
ἀνατριακοσιολόγιστος
ἀνατριβή
ἀνατρίβω
ἀνατρίζω
View word page
ἀνατρέπω
to turn up

ShortDef

to turn up

Debugging

Headword:
ἀνατρέπω
Headword (normalized):
ἀνατρέπω
Headword (normalized/stripped):
ανατρεπω
IDX:
6638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6639
Key:

Data

{'content': 'to turn up'}