Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατροπή
παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
παρατρυγάω
παρατρύζω
παρατρύπημα
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατρωτής
παρατυγχάνω
παρατυλάριον
παράτυλος
παρατυπόομαι
παράτυπος
παρατύπωσις
παρατυπωτικός
παραυαίνομαι
Παραύαιος
παραυγάζω
View word page
παρατρωτής
one who perverts

ShortDef

one who perverts

Debugging

Headword:
παρατρωτής
Headword (normalized):
παρατρωτής
Headword (normalized/stripped):
παρατρωτης
IDX:
66382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66383
Key:

Data

{'content': 'one who perverts'}