Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατολάς
ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατολμάω
ἀνατομή
ἀνατομικός
ἀνάτονος
ἄνατος
ἀνατρεπτέον
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρεψις
ἀνάτρησις
ἀνάτρητος
ἀνατριαινόω
ἀνατριακοσιολόγιστος
ἀνατριβή
ἀνατρίβω
View word page
ἀνατρεπτικός
likely to upset

ShortDef

likely to upset

Debugging

Headword:
ἀνατρεπτικός
Headword (normalized):
ἀνατρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
ανατρεπτικος
IDX:
6637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6638
Key:

Data

{'content': 'likely to upset'}