Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
παρατρυγάω
παρατρύζω
παρατρύπημα
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατρωτής
παρατυγχάνω
παρατυλάριον
παράτυλος
παρατυπόομαι
παράτυπος
παρατύπωσις
View word page
παρατρύζω
coo beside

ShortDef

coo beside

Debugging

Headword:
παρατρύζω
Headword (normalized):
παρατρύζω
Headword (normalized/stripped):
παρατρυζω
IDX:
66378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66379
Key:

Data

{'content': 'coo beside'}