Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
παρατρυγάω
παρατρύζω
παρατρύπημα
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατρωτής
παρατυγχάνω
παρατυλάριον
παράτυλος
View word page
παρατροχάζω
to run past

ShortDef

to run past

Debugging

Headword:
παρατροχάζω
Headword (normalized):
παρατροχάζω
Headword (normalized/stripped):
παρατροχαζω
IDX:
66375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66376
Key:

Data

{'content': 'to run past'}