Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
παρατρυγάω
παρατρύζω
παρατρύπημα
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατρωτής
παρατυγχάνω
παρατυλάριον
View word page
παράτροφος
reared with

ShortDef

reared with

Debugging

Headword:
παράτροφος
Headword (normalized):
παράτροφος
Headword (normalized/stripped):
παρατροφος
IDX:
66374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66375
Key:

Data

{'content': 'reared with'}