Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατρέω
παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
παρατρυγάω
παρατρύζω
παρατρύπημα
παρατρώγω
παρατρωπάω
παρατρωτής
παρατυγχάνω
View word page
παράτροπος
turned aside, lawless, strange, unusual

ShortDef

turned aside, lawless, strange, unusual

Debugging

Headword:
παράτροπος
Headword (normalized):
παράτροπος
Headword (normalized/stripped):
παρατροπος
IDX:
66373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66374
Key:

Data

{'content': 'turned aside, lawless, strange, unusual'}