Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
παρατρυγάω
παρατρύζω
παρατρύπημα
παρατρώγω
παρατρωπάω
View word page
παρατροπέω
leading

ShortDef

leading

Debugging

Headword:
παρατροπέω
Headword (normalized):
παρατροπέω
Headword (normalized/stripped):
παρατροπεω
IDX:
66371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66372
Key:

Data

{'content': 'leading'}