Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
παρατρυγάω
παρατρύζω
View word page
παράτριμμα
abrasion caused by friction
ShortDef
abrasion caused by friction
Debugging
Headword:
παράτριμμα
Headword (normalized):
παράτριμμα
Headword (normalized/stripped):
παρατριμμα
IDX:
66368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66369
Key:
Data
{'content': 'abrasion caused by friction'}