Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
παρατροπή
παράτροπος
παράτροφος
παρατροχάζω
παρατρόχια
View word page
παράτριβος
limes

ShortDef

limes

Debugging

Headword:
παράτριβος
Headword (normalized):
παράτριβος
Headword (normalized/stripped):
παρατριβος
IDX:
66366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66367
Key:

Data

{'content': 'limes'}