Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράτομον
παράτονος
παρατόξευσις
παρατούριον
παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
παρατροπή
View word page
παρατρέχω
to run by
ShortDef
to run by
Debugging
Headword:
παρατρέχω
Headword (normalized):
παρατρέχω
Headword (normalized/stripped):
παρατρεχω
IDX:
66362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66363
Key:
Data
{'content': 'to run by'}