Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρατομή
παράτομον
παράτονος
παρατόξευσις
παρατούριον
παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
παρατροπέω
View word page
παρατρέφω
to feed beside
ShortDef
to feed beside
Debugging
Headword:
παρατρέφω
Headword (normalized):
παρατρέφω
Headword (normalized/stripped):
παρατρεφω
IDX:
66361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66362
Key:
Data
{'content': 'to feed beside'}