Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράτολμος
παρατομή
παράτομον
παράτονος
παρατόξευσις
παρατούριον
παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
παράτριμμα
παρατριπτέον
παράτριψις
View word page
παρατρέπω
to turn aside
ShortDef
to turn aside
Debugging
Headword:
παρατρέπω
Headword (normalized):
παρατρέπω
Headword (normalized/stripped):
παρατρεπω
IDX:
66360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66361
Key:
Data
{'content': 'to turn aside'}