Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατολμάω
ἀνατομή
ἀνατομικός
ἀνάτονος
ἄνατος
ἀνατρεπτέον
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρεψις
ἀνάτρησις
ἀνάτρητος
ἀνατριαινόω
ἀνατριακοσιολόγιστος
View word page
ἀνατρεπτέον
one must overthrow, refute

ShortDef

one must overthrow, refute

Debugging

Headword:
ἀνατρεπτέον
Headword (normalized):
ἀνατρεπτέον
Headword (normalized/stripped):
ανατρεπτεον
IDX:
6635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6636
Key:

Data

{'content': 'one must overthrow, refute'}