Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατιτρώσκω
παρατμίζω
παρατολμάω
παράτολμος
παρατομή
παράτομον
παράτονος
παρατόξευσις
παρατούριον
παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
παρατρέφω
παρατρέχω
παρατρέω
παράτρητος
παρατριβή
παράτριβος
παρατρίβω
View word page
παρατραγῳδέω
use mock-tragic style

ShortDef

use mock-tragic style

Debugging

Headword:
παρατραγῳδέω
Headword (normalized):
παρατραγῳδέω
Headword (normalized/stripped):
παρατραγωδεω
IDX:
66357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66358
Key:

Data

{'content': 'use mock-tragic style'}