Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
παρατίλτρια
παρατιμασία
παράτιμον
παράτιτλον
παρατιτρώσκω
παρατμίζω
παρατολμάω
παράτολμος
παρατομή
παράτομον
παράτονος
παρατόξευσις
παρατούριον
παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
παρατρέπω
View word page
παράτολμος
foolhardy

ShortDef

foolhardy

Debugging

Headword:
παράτολμος
Headword (normalized):
παράτολμος
Headword (normalized/stripped):
παρατολμος
IDX:
66350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66351
Key:

Data

{'content': 'foolhardy'}