Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρατηρητικός
παρατίθημι
παρατίλλω
παρατιλμός
παρατίλτρια
παρατιμασία
παράτιμον
παράτιτλον
παρατιτρώσκω
παρατμίζω
παρατολμάω
παράτολμος
παρατομή
παράτομον
παράτονος
παρατόξευσις
παρατούριον
παρατραγικεύομαι
παρατραγῳδέω
παρατράγῳδος
παρατράχηλος
View word page
παρατολμάω
to be foolhardy

ShortDef

to be foolhardy

Debugging

Headword:
παρατολμάω
Headword (normalized):
παρατολμάω
Headword (normalized/stripped):
παρατολμαω
IDX:
66349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66350
Key:

Data

{'content': 'to be foolhardy'}