Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατμίζομαι
ἀνατοιχέω
ἀνατοκισμός
ἀνατολάς
ἀνατολή
ἀνατολικός
ἀνατολμάω
ἀνατομή
ἀνατομικός
ἀνάτονος
ἄνατος
ἀνατρεπτέον
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρεψις
ἀνάτρησις
ἀνάτρητος
ἀνατριαινόω
View word page
ἄνατος
unharmed

ShortDef

unharmed

Debugging

Headword:
ἄνατος
Headword (normalized):
ἄνατος
Headword (normalized/stripped):
ανατος
IDX:
6634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6635
Key:

Data

{'content': 'unharmed'}